ἀναστρέψαν

ἀναστρέψαν
ἀναστρέφω
turn upside down
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λειψυδρία — η (AM λειψυδρία) έλλειψη επαρκούς ύδατος για πόση ή για άλλες χρήσεις («ἀναστρέψαν δὲ εἰς τὸ ἐντὸς ἐμφράττει τοὺς τῆς πηγῆς πόρους καὶ ποιεῑ λειψυδρίαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λειψ (βλ. λείπω) + υδρία (< ὕδριος < ὕδωρ), πρβλ. αν υδρία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”